πλεονεξία

πλεονεξία
4124 πλεονεξία
{сущ., 10}
корыстолюбие, жадность, своекорыстие, лихоимство, любостяжание, ненасытимость.
Синонимы: 5365 (φιλαργυρία).
Ссылки: Мк. 7:22; Лк. 12:15; Рим. 1:29; 2Кор. 9:5; Еф. 4:19; 5:3; Кол. 3:5; 1Фес. 2:5; 2Пет. 2:3, 14.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πλεονεξία" в других словарях:

  • πλεονεξία — πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc/acc dual πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξίᾳ — πλεονεξίαι , πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονεξίας — πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem acc pl πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαι — πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαν — πλεονεξίᾱν , πλεονεξία greediness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξιῶν — πλεονεξία greediness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαις — πλεονεξία greediness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίη — πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίην — πλεονεξία greediness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»